- σχαστήρ
- σχαστήρ, ῆρος, ὁ, die Stellfalle
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σχαστήρ — ῆρος, ὁ, ΜΑ κρεμάστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχάζω + επίθημα τήρ (πρβλ. βρασ τήρ)] … Dictionary of Greek
κατασχαστήρας — ο (Α κατασχαστήρ) [κατασχάζω] νεοελλ. ιατρ. χειρουργικό εργαλείο με το οποίο χαράσσονταν στο δέρμα πολλές συγχρόνως μικρές εντομές για τοπικές αφαιμάξεις με βεντούζες αρχ. σχαστήρ*. κρεμάστρα … Dictionary of Greek